- μαχαιρίδα
- μαχαιρίςcleaverfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχαιρίδα — η (Α μαχαιρίς, ίδος) νεοελλ. μαχαιρίδιο, μαχαιράκι αρχ. 1. το πλατύ και βαρύ μαχαίρι τών κρεοπωλών 2. πολεμικό όπλο, σπαθί ή ξίφος 3. (γενικά) το μαχαίρι («τέμνοντα τῇ μαχαιρίδι τὰ φαρμασσόμενα τῶν κρεῶν», Πλούτ.) 4. ξυράφι τού κουρέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μαχαιρίδ' — μαχαιρίδα , μαχαιρίς cleaver fem acc sg μαχαιρίδι , μαχαιρίς cleaver fem dat sg μαχαιρίδε , μαχαιρίς cleaver fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)